- σφυρίκτρα
- η, Νβλ. σφυρίχτρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφυρίχτρα — και σφυρίκτρα, η, Ν 1. όργανο που, με τη διοχέτευση μέσα σ αυτό ρεύματος αέρα, παράγεται συριστικός ήχος, σφύριγμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ο διαιτητής ομαδικών αθλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα)] … Dictionary of Greek